- ἐντεροπράτης
- ἐντερο-πράτης [pron. full] [ᾱ], ου, ὁ, sq., Sch.Ar.Eq.155.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐντεροπράτης — ἐντεροπρά̱της , ἐντεροπράτης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)